νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γκρόντνο — Πόλη (308.900 κάτ. το 1999) της Λευκορωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιοχής. Είναι χτισμένη και στις δύο όχθες του ποταμού Νέμαν. Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά το 1183. Το 1376 την κατέλαβε ο Λιθουανός πρίγκιπας Βίτοφτ και το 1569 οι Πολωνοί … Dictionary of Greek
Δνείπερος — (ρωσ. Dnepr, ουκραν. Dnipro). Ποταμός (2.201 χλμ.) της ανατολικής Ευρώπης, ο τέταρτος σε μήκος στην Ευρώπη μετά τον Βόλγα, τον Δούναβη και τον Ουράλη και ο τρίτος από πλευράς λεκάνης απορροής (504.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από το οροπέδιο Βαλντάι της … Dictionary of Greek
Κάουνας — (Kaunas). Πόλη (378.900 κάτ. το 2001) της Λιθουανίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κάουνο (8.170 τ. χλμ., 701.500 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Νέρις και Νέμαν, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή Βίλνιους Καλίνινγκραντ. Ιδρύθηκε πιθανότατα τον… … Dictionary of Greek
Ορζέσκοβα, Ελίζα — (Eliza Orzeszkova, Μικλόφστσι Τσνα 1841 – Γκρόντνο 1910). Πολωνίδα συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και σπούδασε σε ιδιωτικό σχολείο στη Βαρσοβία. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1866, και τα πρώιμα έργα της Mρ. Γκράβα (1869) και Μάρτα… … Dictionary of Greek
Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… … Dictionary of Greek